μιαρίᾳ

μιαρίᾳ
μιαρίαι , μιαρία
brutality
fem nom/voc pl
μιαρίᾱͅ , μιαρία
brutality
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιαρία — μιαρίᾱ , μιαρία brutality fem nom/voc/acc dual μιαρίᾱ , μιαρία brutality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρία — η (Α μιαρία) [μιαρός] ο χαρακτήρας και η διαγωγή τού μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα αρχ. μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο …   Dictionary of Greek

  • μιαρίας — μιαρίᾱς , μιαρία brutality fem acc pl μιαρίᾱς , μιαρία brutality fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαι — μιαρία brutality fem nom/voc pl μιαρίᾱͅ , μιαρία brutality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαν — μιαρίᾱν , μιαρία brutality fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαις — μιαρία brutality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”